προγονόπληκτος

προγονόπληκτος
-η, -ο, Ν
αυτός που επαίρεται υπερβολικά για τους προγόνους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. φαντασιό-πληχτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προγονόπληκτος — η, ο αυτός που περηφανεύεται πολύ για τους προγόνους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγονολάτρης — ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους προγόνους του 2. ο προγονόπληκτος 3. αυτός που ασκεί τη λατρεία τών προγόνων αποδίδοντάς τους θρησκευτικές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος + λάτρης (πρβλ. πατριδο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • προγονοπληξία — η, Μ [προγονόπληκτος] υπερβολική έπαρση για δόξα τών προγόνων, φαινόμενο που προσφέρεται για ιδεολογική και πολιτική εκμετάλλευση, και μπορεί να αποπροσανατολίσει μια κοινωνία και να σταθεί εμπόδιο για την ανάπτυξή της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”